ιστορώ

ιστορώ
(ε) μετ.
1) рассказывать, повествовать; 2) изображать, рисовать; описывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιστορώ" в других словарях:

  • ιστορώ — ιστορώ, ιστόρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιστορώ — (ΑΜ ἱστορῶ, έω) [ίστωρ] 1. εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι 2. αναθυμούμαι, αναπολώ, αναπλάθω 3. ζωγραφίζω αρχ. 1. ερευνώ και μαθαίνω κάτι, πληροφορούμαι, ρωτώ για κάτι 2. εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ 3. είμαι καλά πληροφορημένος, γνωρίζω 5. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • ιστορώ — ιστόρησα, ιστορήθηκα, ιστορημένος 1. αφηγούμαι. 2. εικονογραφώ: Ιστορημένα χειρόγραφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱστορῶ — ἱστορέω inquire into pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἱστορέω inquire into pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… …   Dictionary of Greek

  • ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… …   Dictionary of Greek

  • ανιστορώ — (AM ἀνιστορῶ) νεοελλ. μσν. διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης) 2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» δημοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • διιστορώ — διιστορῶ ( έω) (AM) [ιστορώ] διηγούμαι με λεπτομέρειες …   Dictionary of Greek

  • ενιστορώ — ἐνιστορῶ, έω (AM) [ιστορώ] εξιστορώ, ανιστορώ, διηγούμαι, εκθέτω …   Dictionary of Greek

  • εξιστορώ — έω και άω (AM ἐξιστορῶ, έω) μσν. νεοελλ. διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια αρχ. μσν. διασαφηνίζω αρχ. 1. ερευνώ, πληροφορούμαι, βεβαιώνομαι («ἐξιστορήσας και σαφηνίσας ὁδόν», Αισχ.) 2. ανακρίνω κάποιον για να μάθω («μηδέ καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι» …   Dictionary of Greek

  • ερωτοϊστορημένος — ἐρωτοϊστορημένος και ἐρωτοϊστορισμένος, η, ον (Μ) αυτός που φέρει ζωγραφισμένους έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ιστορημένος, μτχ. παρακμ. τού ιστορώ. Ο τ. ερωτοϊστορισμένος < έρως, ωτος + ιστορισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ιστορίζω*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»